ΔΩΡΕΑΝ ΠΑΡΟΧΕΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ

banner price

Ορολογία ασφάλισης

 

Αβαρία Γενική (General Average)

Οποιαδήποτε ζημιά ή απώλεια η οποία προκαλείται εσκεμμένα από τον πλοίαρχο ή άλλον αρμόδιο με σκοπό την διάσωση του πλοίου. Η απώλεια αυτή καλύπτεται με ανάλογη συνεισφορά όλων των πλευρών των οποίων τα συμφέροντα διασώζονται.

 

Αβαρία Ειδική (Particular Average)

Στις ασφαλίσεις μεταφορών ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μερική ζημιά που υφίσταται το ασφαλιζόμενο αντικείμενο από τον υπεύθυνο κατά του οποίου έγινε η ασφάλιση.

 

Αδιαφιλονίκητο (Incontestability)

Το συμβόλαιο ασφαλειών ζωής καθώς και οι προσθήκες προϋποθέτουν ότι δεν είναι δυνατόν να καταγγελθούν 2 χρόνια μετά την ημερομηνία εκδόσεως ή επαναφοράς εκτός της περίπτωσης μη πληρωμής του ασφαλίστρου και μερικές φορές για άλλους καθορισμένους λόγους.

 

Αμέλεια (Negligence)

Νομικός όρος που αναφέρεται στην έλλειψη του κατάλληλου βαθμού προσοχής την οποία θα επεδείκνυε υπό δεδομένες συνθήκες ένα φυσιολογικό πρόσωπο μέσου επιπέδου σωφροσύνης.

 

Αναλογικός Όρος (Average Contribution)

Η καταβαλλόμενη κάθε φορά αποζημίωση, έχει σχέση προς την ζημιά, την ίδια σχέση που έχει το ασφαλιστικό ποσό προς την ασφαλιστική αξία.

Αναλογιστής (Αctuary)     

Καθορίζει, βάσει της υπάρχουσας εμπειρίας, την χρηματική αξία των υποχρεώσεων για την περίπτωση που θα γίνει κάποιο συμβάν. Ειδικός στον υπολογισμό ασφαλιστικών κινδύνων και ασφαλίστρων.

 

Ανικανότητα (Disability)     

Φυσική ή διανοητική βλάβη η οποία μερικώς ή ολικώς περιορίζει την ικανότητα κάποιου να εκτελεί τα καθήκοντα της εργασίας του την οποία μπορεί να εκτελέσει λόγω μορφώσεως, εκπαιδεύσεως ή εμπειρίας.

Ανικανότητα Μερική

Ανικανότητα που εμποδίζει τον ασφαλισμένο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, αλλά από την οποία μπορεί να αναμένεται πλήρης ή μερική ανάρρωση.

Ανικανότητα Μόνιμη Ολική    

Ανικανότητα ισοδύναμη με πλήρη και μόνιμη ολική απώλεια ικανότητας προς εργασία.

Ανοικτό συμβόλαιο (Open Policy)    

ασφαλιστήριο επί συγκεκριμένου κινδύνου ή ομάδος κινδύνων, στο οποίο το κεφάλαιο και οι όροι δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένα, και στο οποίο τα ατομικά ασφαλισμένα κεφάλαια και οι περίοδοι καλύψεως δηλώνονται προς την Εταιρία από τον ασφαλισμένο.

Αντασφάλιση(Reinsurance)    

Αντασφάλιση είναι η ασφάλιση της ασφαλιστικής εταιρίας σε μία άλλη εξειδικευμένη αντασφαλιστική εταιρία, στην οποία θεωρείται πελάτης η ασφαλιστική εταιρία και αναλαμβάνει συνήθως μέρους του κινδύνου – της ασφαλιστικής κάλυψης που προσέφερε ο ασφαλιστής στους πελάτες του. Η αντασφαλιστική εταιρία ασφαλίζει μόνο ασφαλιστικές εταιρίες και όχι ιδιώτες. Σύμφωνα με την κοινοτική οδηγία 2002/92/ΕΚ ως «αντασφαλιστική επιχείρηση» νοείται η επιχείρηση, πλην των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η κύρια δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή κινδύνων τους οποίους έχει ασφαλίσει ασφαλιστική επιχείρηση ή άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση.

Αντεπιλογή (Anti-Selection)     

Οι άνθρωποι που είναι εκτεθειμένοι περισσότερο σε κάποιο κίνδυνο ζητούν σε μεγαλύτερα ποσοστά την ασφάλισή τους. Άνθρωποι με βεβαρημένη υγεία ή με περισσότερο του συνήθους επικίνδυνο επάγγελμα νοιώθουν εντονότερα την ανάγκη για ασφάλεια ζωής. Αυτή η τάση ονομάζεται αντεπιλογή.

Αντικείμενο ασφάλισης (Object insured ,

Μπορεί να είναι οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, πραγματικής οικονομικής αξίας ή οποιοδήποτε περιστατικό η πραγματοποίηση του οποίου ενδέχεται να προκαλέσει την απώλεια κάποιου νομικού δικαιώματος ή τη δημιουργία κάποιας νομικής ευθύνης.

Ανώτατη δυνατή ζημία   

Η μεγαλύτερη ζημία που μπορεί να συμβεί σε μια συγκεκριμένη ασφάλιση.

Ανώτατη πιθανή ζημία

Η μεγαλύτερη ζημία που υπάρχει ενδεχόμενο να συμβεί από ένα μοναδικό γεγονός.

Απαλλαγή (Deductible)    

Όρος που περιλαμβάνεται σε ορισμένα συμβόλαια και σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει ένα μέρος του κινδύνου που καλύπτεται από το συμβόλαιο. Ο ασφαλιζόμενος επιβαρύνεται με ορισμένο ποσό για κάθε ζημιά η δε ασφαλιστική εταιρία ευθύνεται για το παραπάνω.

Απαλλαγή Πληρωμής Ασφαλίστρων    

Πρόβλεψη που περιλαμβάνεται στα περισσότερα συμβόλαια και αναφέρει ότι ο ασφαλισμένος ή ο συμβαλλόμενος απαλλάσσεται από την πληρωμή του ασφαλίστρου εάν και όταν καταστεί ανίκανος ολικά ή η ανικανότητα διαρκέσει περισσότερο από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.

Αποζημίωση (Indemnity)    

Η πληρωμή ενός ποσού για να αντισταθμιστεί όλη ή μέρος της ζημιάς του ασφαλισμένου. Απαίτηση από την ασφαλιστική Εταιρία πληρωμής παροχών σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. α) Μια ασφαλιστική αρχή που επιδιώκει να τοποθετήσει τον ασφαλισμένο μετά από μία ζημία, στην ίδια θέση, όσο το δυνατόν, που κατείχε πριν την ζημία. β) Η έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή ή του αντασφαλιστή για μια ζημία.

Απόθεμα (Reserve)

Είναι η παρούσα αξία μελλοντικών ζημιών μείων την παρούσα αξία μελλοντικών ασφαλίστρων. Είναι ποσό που τοποθετείται κατά μέρος για εκκρεμείς ή μελλοντικές απαιτήσεις, καταστροφικούς ή άλλους κινδύνους.

Απόθεμα Εκκρεμών Ζημιών

Απόθεμα που δημιουργήθηκε για να αντιμετωπιστούν οι υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρίας για τις ζημιές εκείνες που κατά το κλείσιμο κάθε οικονομικής χρήσεως παραμένουν σε εκκρεμότητα, περιμένοντας τη διαδικασία ολοκλήρωσης του οριστικού διακανονισμού.

Αποθεματικό μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων

Ένα αποθεματικό που διατηρείται για να καλύψει τις απαιτήσεις που μπορεί να προκύψουν στο μέλλον από ασφαλίσεις που δεν έχουν λήξει ακόμα.

Αποσιώπηση (Non disclosure)    

Η μη αποκάλυψη ενός ουσιώδες γεγονότος που σχετίζεται με το προς ασφάλιση κίνδυνο.

Ασφαλιζόμενο Κεφάλαιο ή Ασφαλιστικό Ποσό

Είναι το ανώτατο όριο ευθύνης που υποχρεούται να καταβάλει ο ασφαλιστής όταν επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος και το οποίο αναγράφεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, συμφωνείται μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης ή/και ασφαλιζομένου και ασφαλιστικής εταιρίας και με βάση αυτό υπολογίζονται τα ασφάλιστρα. Ασφαλιζόμενο κεφάλαιο, ασφαλιστικό ποσό ή ασφαλιστικό συμφέρον πρέπει να είναι το ένα και το αυτό για να θεωρείται πλήρης η ασφαλιστική κάλυψη.

Ασφαλιζόμενος (Assured ή Insured)    

Το φυσικό πρόσωπο επί της ζωής του οποίου συνομολογείται η ασφάλιση.

Ασφάλιση

    

Ως «ασφάλιση» ορίζεται η σύναψη σύμβασης με την οποία ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους αποζημιώνεται από τον άλλο σε περίπτωση συγκεκριμένης ζημίας, εισπράττοντας τη συμφωνημένη αποζημίωση, π.χ. ασφαλίζω το σπίτι, το αυτοκίνητο, τη ζωή μου, κ.τ.λ.. Ασφάλιση επίσης είναι ένα κοινό ταμείο στο οποίο συμμετέχουν πολλοί για να καλύψουν τους ίδιους από μία τυχαία και μη αναμενόμενη ζημία που μπορεί να επέλθει οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης.

Ασφάλιση Ευθύνης (Liability insurance)

Η ασφάλιση σε σχέση με ευθύνη σε τρίτους, συνήθως για ατυχήματα που έχουν σαν αποτέλεσμα σωματικές βλάβες ή υλικές ζημίες πηγάζει από τα άρθρα 914 & 932 του Αστικού Κώδικα.

Ασφάλιση Ευθύνης Επαγγελματία

Η αστική ευθύνη ενός επαγγελματία ή μιας επιχείρησης για λάθη ή παραλείψεις κατά την εκτέλεση της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους.

Ασφάλιση κατά παντός κινδύνου

Όρος που χρησιμοποιείται για περιγραφή ενός συμβολαίου που καλύπτει γενικά τυχαία γεγονότα, παρόλο που δεν είναι αναπόφευκτα, όπως η φθορά και η απόσβεση.

Ασφάλιση σε αξία αποκατάστασης   

Ο ασφαλιστής οφείλει να αποκαταστήσει τον ασφαλισμένο στην οικονομική θέση που βρισκόταν πριν την επέλευση του κινδύνου. Η ασφάλιση περιουσίας για το κόστος αντικατάστασης της χωρίς αφαίρεση για φθορά , νοουμένου ότι το ασφαλισμένο ποσό ανταποκρίνεται στην αξία αντικατάστασης.

Ασφάλιση σε πρώτο κίνδυνο

Παρέχεται ασφαλιστική κάλυψη μόνο μέχρι του ανωτάτου ορίου πιθανής ζημιάς. Δηλαδή γίνεται δυνατή η εξ ολοκλήρου κάλυψη μερικής ζημιάς εφόσον βέβαια η ζημιά αυτή δεν υπερβαίνει το ασφαλιζόμενο όριο. Ασφάλιση σύμφωνα με την οποία ο ασφαλιστής συμφωνεί να πληρώσει την αποζημίωση, όχι ποσοστιαία, μέχρι ένα ανώτατο όριο, το οποίο είναι μικρότερο από την συνολική αξία που βρίσκεται σε κίνδυνο.

Ασφαλισιμότητα (Ιnsurability)    

Όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία, την ροπή προς τραυματισμό και τη διάρκεια ζωής του ασφαλισμένου. Αυτοί οι παράγοντες είναι καθοριστικοί για το ποσοστό του κινδύνου.

Ασφάλισμα (Indemnity)    

Είναι το ποσό που καταβάλλει ο ασφαλιστής στον ασφαλισμένο όταν πραγματοποιηθεί ο κίνδυνος, έναντι του οποίου ασφαλίστηκε ο δεύτερος. Είναι το ποσό που πληρώνεται από την Εταιρία λόγω επέλευσης του ασφαλισμένου κινδύνου.

Ασφαλιστήρια αποδεδειγμένης αποτίμησης

Κατά την ανάληψη του κινδύνου συμφωνείται ασφαλιστική αξία που θα λαμβάνεται υπόψη κατά τον διακανονισμό τυχόν επελθούσης ζημιάς. Στην κατηγορία αυτών των ασφαλιστηρίων υπάγονται τα ασφαλιστήρια ζωής και οι ασφαλίσεις οικιακού εξοπλισμού.

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο    

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο ονομάζεται το ιδιωτικό συμφωνητικό σε έγγραφη μορφή, με το οποίο αποδεικνύεται η ασφαλιστική κάλυψη. Το ασφαλιστήριο συμβόλαιο εκδίδεται αποκλειστικά και μόνο από την ασφαλιστική εταιρία και φέρει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου της εταιρίας, διαφορετικά δεν έχει καμία ισχύ. Στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιγράφονται οι κίνδυνοι για τους οποίους καλύπτεται ο ασφαλισμένος καθώς και τα ποσά για τα οποία του παρέχεται η ασφαλιστική κάλυψη. Είναι το έγγραφο που εκδίδεται από τον ασφαλιστή ως απόδειξη της ασφαλιστικής σύμβασης.

Ασφαλιστής ή Ασφαλιστική Εταιρία

Η ασφαλιστική εταιρία είναι η εταιρία που ασφαλίζει τους πελάτες της για τους περιγραφόμενους στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο κινδύνους και αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλισμα στον δικαιούχο σε περίπτωση επέλευσης ζημίας. Η ασφαλιστική εταιρία πρέπει να έχει σύμφωνα με το Ν.400/1970 οπωσδήποτε μεγάλη κεφαλαιουχικής βάση και υψηλή φερεγγυότητα. Οι ασφαλιστικές εταιρίας χωρίζονται ανάλογα με το αντικείμενό που εξασκούν σε 2 κατηγορίες: α. Ασφαλιστικές Εταιρίες κατά Ζημιών, που ασκούν ασφαλίσεις κατά ζημιών β. Ασφαλιστικές Εταιρίες που ασκούν ασφαλίσεις Ζωής.

Ασφαλιστική Αξία     

Ως ασφαλιστική αξία νοείται η αντικειμενική, πραγματική αξία ενός πραγματικού αντικειμένου, μία συγκεκριμένη στιγμή. Εξ΄ ορισμού η ασφαλιστική αξία αφορά μόνο τις ασφαλίσεις ζημιών πραγμάτων, όπου μπορεί κανείς να προσδιορίσει την πραγματική, αντικειμενική αξία των πραγμάτων αυτών σε χρήμα. Στην ασφαλιστική αξία υπάρχουν στις δεδομένες «στιγμές» αυξομειώσεις λόγω παλαιότητας, υποτίμησης ή διαφοροποίησης.

Ασφαλιστική περίπτωση     

Η πραγματοποίηση του ασφαλισμένου κινδύνου ή η επέλευση του περιστατικού από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή για την καταβολή του ασφαλίσματος.

Ασφαλιστική Σύμβαση (Insurance contract)

Είναι μία σύμβαση με την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση).

Ασφαλιστικό underwriting    

Ασχολείται με την συσσώρευση του αναλαμβανομένου κινδύνου λόγω προΰπαρξης προηγουμένων συμβολαίων και με την τήρηση των ανωτάτων ορίων που κάθε εταιρία θέτει για τους αναλαμβανομένους από αυτήν κινδύνους.

Ασφαλιστικό ή Έννομο Συμφέρον    

Είναι το οικονομικό ενδιαφέρον που προκύπτει για τον ασφαλισμένο από την πραγματοποίηση του γεγονότος έναντι του οποίου ασφαλίζεται. Ο ασφαλισμένος πρέπει σε κάθε περίπτωση να βρίσκεται σε νομικά αναγνωρισμένη σχέση με το αντικείμενο της ασφαλίσεως και να έχει οικονομικό συμφέρον. Από την ύπαρξη της σχέσεως αυτής, ο ασφαλισμένος απολαμβάνει κάποια οικονομικά οφέλη, ενώ από την διακοπή της παθαίνει οικονομική ζημιά.

Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής     

Ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής είναι το πρόσωπο που διαμεσολαβεί ανάμεσα στον πελάτη –ασφαλιζόμενο και στην (αντ-) ασφαλιστική εταιρία, ο οποίος σύμφωνα με πρόσφατη οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να κατέχει επαρκείς γνώσεις και ικανότητες για ασκήσει το επάγγελμά του, κατόπιν εξετάσεων. Θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα της αρμόδιας αρχής όπου έχει τη διαμονή του ή την κεντρική του διοίκηση, υπό την προϋπόθεση ότι διαθέτει αυστηρά επαγγελματικά προσόντα όσον αφορά την ικανότητα, την καλή φήμη, την κάλυψη της επαγγελματικής αστικής ευθύνης και την χρηματοοικονομική του ικανότητα. Επίσης, οι (αντ-) ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές οφείλουν να διαθέτουν ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης, η οποία καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ή οποιαδήποτε άλλη ανάλογη εγγύηση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό τουλάχιστον 1.000.000 ευρώ ανά απαίτηση και 1.500.000 ευρώ συνολικά κατ' έτος για όλες τις απαιτήσεις, εκτός εάν η εν λόγω ασφάλιση ή άλλη ανάλογη εγγύηση παρέχεται ήδη από ασφαλιστική, αντασφαλιστική ή άλλη επιχείρηση, για λογαριασμό της οποίας ενεργεί ή από την οποία εξουσιοδοτείται να ενεργεί ο (αντ-) ασφαλιστικός διαμεσολαβητής, ή εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη για τις ενέργειες του διαμεσολαβητή. Ως ασφαλιστικοί διαμεσολαβητές θεωρούνται οι παρακάτω κατηγορίες: α. Ασφαλιστικός Σύμβουλος: Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης στους πελάτες του ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος υπογράφει μία σύμβαση συνεργασίας έναντι προμήθειας με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων συμβολαίων ούτε εκπροσωπεί τις ασφαλιστικές εταιρίες. β. Ασφαλιστικός Πράκτορας: Είναι ο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιριών. Ο ασφαλιστικός πράκτορας υπογράφει σύμβαση συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρίες, έναντι προμήθειας, και έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει, να προτείνει, να προσυπογράφει ή να συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών εταιριών ασφαλιστικές συμβάσεις. Έχει υποχρέωση να παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης. γ. Μεσίτης Ασφαλίσεων: Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ΄ εντολή του ασφαλισμένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρίας να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή/και αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την (αντ-) ασφαλιστική εταιρία και την έγκριση του (αντ-) ασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης κινδύνου. Ο μεσίτης ασφαλίσεων συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με τις (αντ-) ασφαλιστικές εταιρίες έναντι προμήθειας, την οποία του καταβάλλουν αυτές και όχι ο πελάτης-ασφαλιζόμενος.

Ασφαλιστικός Κίνδυνος    

Ο όρος ασφαλιστικός κίνδυνος χρησιμοποιείται με τρεις διαφορετικές έννοιες: α. Το αντικείμενο της ασφάλισης, δηλαδή η οικία, το αυτοκίνητο, το σκάφος, το πρόσωπο, κ.τ.λ. β. Η αβεβαιότητα ή την πιθανότητα του ζημιογόνου γεγονότος και των διαστάσεων ζημίας, που μπορεί να προκληθούν. γ. Το ζημιογόνο γεγονός, έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.

Ασφαλιστικός Πράκτορας    

Είναι ο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μίας ή περισσότερων ασφαλιστικών εταιριών. Ο ασφαλιστικός πράκτορας υπογράφει σύμβαση συνεργασίας με τις ασφαλιστικές εταιρίες, έναντι προμήθειας, και έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει, να προτείνει, να προσυπογράφει ή να συνάπτει ο ίδιος ή διαμέσου άλλων διαμεσολαβούντων για λογαριασμό μίας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών εταιριών ασφαλιστικές συμβάσεις. Έχει υποχρέωση να παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια ισχύος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του και ιδιαίτερα σε περιπτώσεις επέλευσης ασφαλιστικής περίπτωσης.

Ασφαλιστικός Σύμβουλος     

Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης στους πελάτες του ανάλογα με τις ανάγκες τους. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος υπογράφει μία σύμβαση συνεργασίας έναντι προμήθειας με τις ασφαλιστικές εταιρίες. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων συμβολαίων ούτε εκπροσωπεί τις ασφαλιστικές εταιρίες.

Ασφάλιστρα (Premiums)     

Το οικονομικό αντάλλαγμα που είναι πληρωτέο από έναν ασφαλισμένο σε έναν ασφαλιστή για εξασφάλιση της πληρωμής ενός ασφαλισμένου ποσού, όταν συμβεί ένα γεγονός έναντι του οποίου γίνεται η ασφάλιση.

Ασφάλιστρα δεδουλευμένα     

Εκείνο το τμήμα του ασφαλίστρου που αφορά την περίοδο ασφάλισης που έχει εκπνεύσει.

Ασφάλιστρα μη δεδουλευμένα

Είναι τα εισπραχθέντα ασφάλιστρα για τους κινδύνους που δεν έχουν λήξει κατά την χρήση που ανέλαβε η ασφαλιστική εταιρία. Επομένως τα ασφάλιστρα αυτά δεν είναι δεδουλευμένα και η επιχείρηση εξακολουθεί να φέρει τις ευθύνες, μέχρι την οριστική λήξη των σχετικών συμβάσεων.

Ατύχημα (Accident)     

Ως ατύχημα θεωρείται ένα εξωτερικό , βίαιο και τυχαίο συμβάν που έχει σαν αποτέλεσμα την σωματική βλάβη.

Αυτασφάλιση (Self-Insurance)     

Η οικονομική προετοιμασία ενός ατόμου ή μιας επιχειρήσεως για την αντιμετώπιση των καθαρών κινδύνων δια της αποταμιεύσεως εκ των προτέρων, ικανού ποσού για να αντιμετωπισθούν οι πιθανές ζημιές και να εξουδετερωθεί η διαφορά μεταξύ πραγματικών και υπολογισθεισών πιθανών ζημιών.

Αυτόματος δανεισμός   

Αν το ασφαλιστήριο λόγω μη πληρωμής ασφαλίστρων οδηγείται σε ελευθεροποίηση η εταιρία αυτομάτως εξοφλεί τα οφειλόμενα ασφάλιστρα εισπράττοντας τα από τις αξίες του ασφαλιστηρίου όταν το ασφαλιστήριο δικαιούται αξία εξαγοράς και υπάρχει υπόλοιπο για δανεισμό ικανό να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα.

Βεβαρημένος κίνδυνος (Substandard risk)     

Ορισμένοι κίνδυνοι που εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγαλύτερη πιθανότητα επελεύσεως από εκείνη που χαρακτηρίζει την ομάδα που ανήκουν.

Βελτιωμένος κίνδυνος    

Ορισμένοι κίνδυνοι που εμφανίζουν χαρακτηριστικά που μετριάζουν την τάση επαληθεύσεως των ή περιορίζουν την έκταση συνεπειών των. (παράδειγμα βελτιωμένων κινδύνων στον κλ. Πυρός είναι οι κτιριακές εγκαταστάσεις που διαθέτουν πυροσβεστήρες ή εγκαταστάσεις sprinklers. Στον κλ. Αυτοκινήτων η μη πρόκληση ατυχήματος.

Γενικοί όροι (General Provisions)    

Οι όροι που κατ' αρχή διέπουν μια ασφαλιστική σύμβαση για έναν ορισμένου τύπου κίνδυνο.

Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης     

Τα Γραφεία και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις - μέλη τους που έχουν λάβει την άδεια ασφάλισης αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα, αποτελούν την βάση του συστήματος Πρασίνων Καρτών. Χορηγούν στα μέλη τους τις Πράσινες Κάρτες και παρέχουν εγγύηση που εξασφαλίζει την δίκαιη αποζημίωση των ζημιωθέντων τρίτων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει υποχρεωτική ασφάλιση αστικής ευθύνης από αυτοκίνητα στη χώρα του ατυχήματος. Η ύπαρξη της Πράσινης Κάρτας διευκολύνει τον αυτοκινητιστή σε περίπτωση ατυχήματος σε οποιοδήποτε κράτος του Συστήματος διότι διαπιστώνεται αμέσως η ασφαλιστική του κάλυψη από τον συγκεκριμένο ασφαλιστή και έτσι επιταχύνεται η καταβολή αποζημιώσεως προς τον ζημιωθέντα. α. Γραφείο Πληρωμών: είναι το Γραφείο το οποίο είναι αρμόδιο για τις Πράσινες Κάρτες που χορηγούν τα μέλη του (ασφαλιστικές επιχειρήσεις) στους ασφαλισμένους τους. Εγγυάται την κάλυψη του ασφαλισμένου σύμφωνα με τη νομοθεσία του τόπου του ατυχήματος, ακόμα και σε περίπτωση μη φερεγγυότητας του ασφαλιστή. β. Γραφείο Διακανονισμού: είναι το Γραφείο της χώρας του ατυχήματος. Αυτό είναι αρμόδιο για το χειρισμό και διακανονισμό της ζημίας που συνέβη στη χώρα του και προκλήθηκε από όχημα που καλύπτεται από έγκυρη Πράσινη Κάρτα ή έχει πινακίδα κυκλοφορίας κράτους-μέλους του ΕΟΧ. Το Γραφείο αυτό είναι υπεύθυνο να χειριστεί τη ζημία όπως εάν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο είχε εκδοθεί από το ίδιο το Γραφείο. Αυτό σημαίνει ότι το Γραφείο Διακανονισμού ενεργεί όπως ακριβώς θα ενεργούσε μία ασφαλιστική εταιρία στη χώρα του. Λαμβάνει δηλώσεις ατυχήματος, δικαστικές κλήσεις και αγωγές που αφορούν το ατύχημα, αναλαμβάνει έρευνες και καταβάλλει αποζημιώσεις. Επιπλέον έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει τα συμφέροντα του ξένου ασφαλιστή που εξέδωσε την Πράσινη Κάρτα ή το ασφαλιστήριο, όπως θα έκανε εάν το ίδιο είχε εκδώσει τα έγγραφα αυτά.

Δάνειο (Loan)    

Ο ασφαλιζόμενος μπορεί να εισπράξει ένα ποσό υπό μορφή δανείου εφόσον βέβαια το συμβόλαιο του δικαιούται αξία εξαγοράς. Από τη λήψη του δανείου το ασφαλιστήριο ισχύει για το ονομαστικό ποσόν του μείον το ποσό του δανείου. Ταυτόχρονα ο ασφαλισμένος οφείλει τόκο επί του εκάστοτε οφειλόμενου ποσού του δανείου.

Δήλωση Εναντίωσης     

Δίνεται προθεσμία 14 ημερών στον λήπτη της ασφάλισης να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση εφ’ όσον 1. Το περιεχόμενο του συμβολαίου του παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση 2. Δεν παρέλαβε έγγραφο για τις πληροφορίες του καταναλωτή 3. Το ασφαλιστήριο παραδόθηκε χωρίς γενικούς και ειδικούς όρους

Διάρκεια Ασφάλισης (Insurance period)     

Το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει για το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ή ασφαλιστική κάλυψη.

Διάρκεια Συμβολαίου

Υπάρχει η συμβατική διάρκεια που αρχίζει το χρόνο της σύναψης της σύμβασης και λήγει το χρόνο που προβλέπεται ως λήξη στη σύμβαση και η διάρκεια ευθύνης του ασφαλιστή που μπορεί να αρχίζει το χρόνο της σύναψης αλλά μεταγενέστερα ή προγενέστερα.

Διαχείριση Κινδύνων (Risk management)

Η προστασία από ζημίες και ανεπιθύμητα γεγονότα που θα θέσουν σε κίνδυνο της φερεγγυότητα ενός φυσικού ή νομικού προσώπου και ο περιορισμός του κόστους μιας τέτοιας προστασίας με φυσικά και οικονομικά μέσα.

Διαχειριστικά Έξοδα (Operating Expenses)

Έξοδα της Ασφαλιστικής Εταιρίας στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται οι φόροι και οι προμήθειες.

Δικαιούχος (Beneficiary)    

Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που δικαιούνται να πάρουν το ασφαλιζόμενο ποσό. Ή Είναι αυτός που ορίστηκε στην ασφαλιστική σύμβαση ότι πλήττεται από την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου.

Δικαίωμα Εναντίωσης επί μη παράδοσης

Αν ο λήπτης της ασφάλισης δεν παρέλαβε τους Όρους του Ασφαλιστηρίου ή το Ενημερωτικό Έντυπο Πληροφοριών δίνεται προθεσμία 14 ημερών, από την παραλαβή του Ασφαλιστηρίου, να εναντιωθεί γραπτά, αποστέλλοντας συμπληρωμένη τη δήλωση εναντίωσης με συστημένη επιστολή σύμφωνα με το υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης Β που επισυνάπτεται στο Ασφαλιστήριο. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης εξ αρχής.

Δικαίωμα Εναντίωσης επί Παρεκκλίσεων     

Αν το περιεχόμενο του Ασφαλιστηρίου διαφέρει από αυτό που είχε ζητηθεί με την αίτηση ασφάλισης δίνεται προθεσμία 30 ημερών, από την παραλαβή του Ασφαλιστηρίου, στον λήπτη της ασφάλισης, να εναντιωθεί γραπτά, αποστέλλοντας συμπληρωμένη τη δήλωση εναντίωσης με συστημένη επιστολή σύμφωνα με το υπόδειγμα δήλωσης εναντίωσης Α που επισυνάπτεται στο Ασφαλιστήριο. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης εξ αρχής.

Δικαίωμα Υπαναχώρησης

Σε κάθε σύμβαση από απόσταση ο λήπτης της ασφάλισης έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει μέσα σε δεκατέσσερις (14) ημερολογιακές ημέρες, χωρίς καμία ποινή και χωρίς να αναφέρει αιτιολογία. Ωστόσο, η προθεσμία αυτή παρατείνεται σε τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες προκειμένου για Ασφαλιστήρια εξ αποστάσεως με αντικείμενο ασφαλίσεις ζωής, καθώς και συνταξιοδοτικές ασφαλίσεις. Η άσκηση του δικαιώματος εναντίωσης έχει σαν αποτέλεσμα την ακύρωση της σύμβασης εξ αρχής.

Διπλή ή Πολλαπλή Ασφάλιση    

Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από ένα ασφαλιστές. Συνασφάλιση είναι η ασφάλιση ενός ορισμένου πράγματος κατά του ίδιου κινδύνου σε 2 ή περισσότερες ασφαλιστικές εταιρίες. Οι ασφαλίσεις αυτές είναι ισχυρές μέχρι την έκταση της ζημίας ή αναλογικά για την κάθε μία ασφαλιστική εταιρία που συμμετέχει στην κάλυψη του κινδύνου μέχρι το ποσό που ασφαλίζει με την σύμβασή του. Ο λήπτης της ασφάλισης οφείλει να γνωστοποιεί σε κάθε μία ασφαλιστική εταιρία που πρόκειται να συμμετάσχει στην κάλυψη του κινδύνου την ύπαρξη και των άλλων συνασφαλίσεων. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία λέμε ότι έχουμε διπλή ασφάλιση.

Εγγυημένη περίοδος    

Το χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει ταυτόχρονα με την ημερομηνία έναρξης συνταξιοδότησης και διαρκεί τόσα ακριβώς χρόνια όσα αναφέρονται στην 1η σελίδα του ασφαλιστηρίου.

Εγγυητικό κεφάλαιο    

Αντιστοιχεί σε ένα ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης ανάλογα με τη σοβαρότητα του κινδύνου στους ασκούμενους κλάδους ασφάλισης τόσο για να εξασφαλισθεί ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν από τη στιγμή συστάσεως τους επαρκή μέσα όσο και για να εξασφαλισθεί ότι σε καμία περίπτωση το Περιθώριο Φερεγγυότητας κατά την διάρκεια άσκησης της δραστηριότητας , δεν θα πέσει κάτω από ένα ελάχιστο όριο ασφάλειας. Το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελεί το 1/3 του περιθωρίου φερεγγυότητας.

Εγκατάλειψη (Abandonment)

(Πυρασφάλειες) Όρος που προβλέπει τη μη εγκατάλειψη του ασφαλισμένου αντικειμένου από τον ασφαλιζόμενο, αλλά την λήψη, από την πλευρά του, όλων των δυνατών μέτρων για παρεμπόδιση περαιτέρω καταστροφής ή απώλειας. (Ναυτασφάλειες) Ορος σύμφωνα με τον οποίο ο ασφαλιζόμενος διατηρεί το δικαίωμα σε περίπτωση σοβαρής ζημιάς, να εγκαταλείψει το ασφαλιζόμενο αντικείμενο (πάνω από 75%) και να απαιτήσει ολική αποζημίωση, όποτε τούτο περιέρχεται στην κυριότητα του ασφαλιστή.

Εγκυρότητα (Κύρος) ασφαλιστηρίου    

Μετά πάροδο 2 χρόνων από την έκδοση ή την επαναφορά σε ισχύ του ασφαλιστηρίου και εφόσον ζει ο ασφαλισμένος και καταβάλλονται ανελλιπώς τα ασφάλιστρα, η Εταιρία δεν μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα του ασφαλιστηρίου για αποσιωπημένες ή εσφαλμένες δηλώσεις που έχουν γίνει καλόπιστα από τον ασφαλισμένο ή τον συμβαλλόμενο.

Ειδικοί όροι (Special Conditions)     

Οι συμπληρωματικοί όροι που διέπουν την σύμβαση αλλά με αναφορά στο συγκεκριμένο αντικείμενο ασφάλισης.

Εκκρεμείς Ζημιές (Loss Outstanding)     

Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων τις οποίες η ασφαλιστική εταιρία δε έχει πληρώσει ακόμη.

Εκχώρησης Δικαιωμάτων (Cession)

Ο εκχωρητής μεταβιβάζει το συμφέρον του στο συμβόλαιο στον εντολοδόχο που γίνεται ο ιδιοκτήτης του συμβολαίου.

Ελεύθερο περαιτέρω καταβολών

Σε αυτή την περίπτωση ο ασφαλισμένος σταματά να καταβάλλει ασφάλιστρα και η βασική ασφάλεια εξακολουθεί να ισχύει για κεφάλαιο μειωμένο στο ποσό του εξοφληθέντος μέρους του κεφαλαίου της βασικής ασφάλειας. Βασική προϋπόθεση το συμβόλαιο να δικαιούται αξία εξαγοράς.

Ενεχυρίαση ασφαλιστηρίου (Pledge)    

Ενεχυρίαση της αξίας εξαγοράς ενός συμβολαίου έναντι χρέους.

Ενοχική σύμβαση

Έχουμε όταν και οι δύο συμβαλλόμενοι μιας σύμβασης έχουν ενοχική αξίωση ο ένας από τον άλλο (ο ασφαλιστής έχει ενοχική αξίωση για την είσπραξη των ασφαλίστρων και ο ασφαλιζόμενος έχει ενοχική αξίωση να ζητήσει ασφαλιστική προστασία).

Εξαγορά (Surrender)     

Το ποσό που διατίθεται στον ασφαλισμένο όταν το συμβόλαιο διακόπτεται κατόπιν αιτήσεως του. Το συμβόλαιο αποκτά αξία εξαγοράς μετά παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία έναρξής του και με την προϋπόθεση πλήρους καταβολής των οφειλομένων ασφαλίστρων.

Εξαίρεση (Exclusion)    

Όρος ο οποίος εξαιρεί ορισμένους κινδύνους ή ο οποίος περιορίζει το φάσμα της καλύψεως.

Επαγγελματική ευθύνη     

Είναι ή ευθύνη που μπορεί να δημιουργηθεί σε βάρος ενός επαγγελματία (γιατρού, δικηγόρου, αρχιτέκτονα κ.λπ.), αν κατά την εξάσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων προκαλέσουν ζημία ή σωματική βλάβη στους πελάτες τους ή σε τρίτους, σαν αποτέλεσμα αμέλειας ή λάθους τους ή πιο συχνά, αμέλειας ή λάθους των υπαλλήλων ή συνεταίρων τους.

Επαναφορά σε ισχύ    

Ακυρωμένα ή ελευθεροποιημένα συμβόλαια μπορούν να επαναφερθούν σε ισχύ μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως 3 έως 5 έτη, από την ημερομηνία ακύρωσης η ελευθεροποίησης.

Επασφάλιστρο (Extra premium)

Το ποσό που προστίθεται στο ασφάλιστρο για να καλυφθεί ένας κίνδυνος μεγαλύτερος του κανονικού.

Επέτειος του συμβολαίου     

Η ημερομηνία που συμπίπτει με την ημερομηνία έναρξης του συμβολαίου και αφορά μεταγενέστερο έτος.

Ερωτηματολόγιο Υγείας Non Medical     

Ασφάλιση χωρίς ιατρική εξέταση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής συμπληρώνει ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την υγεία του υποψηφίου για ασφάλιση και ο υποψήφιος υπογράφει.

Ετήσιο Συμβόλαιο (Annual policy)

Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο που εκδίδεται για περίοδο ενός έτους. Τα περισσότερα είδη ασφαλίσεων Γενικού Κλάδου, αυτοκίνητο, κατοικία, κατάστημα, επιχείρηση κ.λπ., είναι ετήσια συμβόλαια με δικαίωμα ανανέωσης κατά τη λήξη.

Εφ’ άπαξ (Lump Sum)

Πληρωμή ολοκλήρου του ασφαλίσματος ενός συμβολαίου σε μία δόση.

Ζημία (Loss)    

Η απρόβλεπτη και ξαφνική ολική ή μερική καταστροφή πράγματος από αδέξιο χειρισμό ή ατύχημα ή/και μερική ή ολική καταστροφή ή απώλεια οικονομικού αγαθού.

Η αρχή της Γενεσιουργού Αιτίας     

Ο ασφαλισμένος οφείλει να αποδείξει, όταν υποβάλει την απαίτηση του, ότι η ζημιά ή η απώλεια που υπέστη οφείλεται σε κίνδυνο που καλύπτεται από το συμβόλαιο και ότι η γενεσιουργός αιτία της ζημιάς καλύπτεται από τους όρους τους συμβολαίου.

Η αρχή της Δίκαιης Αποζημίωσης

Ο ασφαλισμένος, με την επέλευση του κινδύνου, δικαιούται σε πλήρη αποκατάσταση της ακριβούς ζημιάς που υπέστη- όχι όμως και να αποκομίσει όφελος από την επέλευση του κινδύνου.

Η αρχή της Καλής Πίστης    

Μόνο ο ασφαλιζόμενος γνωρίζει την πραγματική ποιότητα του κινδύνου και οφείλει να αποκαλύπτει τα «ουσιώδη γεγονότα› που συνοδεύουν τον προς ασφάλιση κίνδυνο. O ασφαλισμένος οφείλει να αποκαλύψει όλα τα στοιχεία που συνοδεύουν τον κίνδυνο, ώστε ο ασφαλιστής να κρίνει αν και με ποιους όρους θα τον αναλάβει.

Ηθικός κίνδυνος

Ο ηθικός κίνδυνος εξαρτάται από τον χαρακτήρα του ασφαλισμένου ή στην περίπτωση επιχειρήσεων από το απασχολούμενο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι η αδιαφορία του ασφαλισμένου για την ασφαλισμένη περιουσία του και ο δόλος.

Ιατρικό underwriting

Ασχολείται με την κατάσταση υγείας του υπό ασφάλιση ατόμου.

Κίνδυνος εν ισχύ (Unexpired risk)    

Κίνδυνος που δεν έχει λήξει. Οι κίνδυνοι που περιλαμβάνονται στο ασφαλιστικό χαρτοφυλάκιο του ασφαλιστή δεν αναφέρονται στην ίδια χρονική διάρκεια και κατά συνέπεια έχουν διαφορετική λήξη. Στο τέλος κάθε οικονομικής χρήσεως που η Ασφαλιστική Επιχείρηση υποχρεούται στην κατάρτιση του ετήσιου ισολογισμού, πολλοί από τους κινδύνους που ανέλαβε κατά τη χρήση αυτή δεν έχουν λήξει ακόμα.

Κίνδυνος μη Ασφαλίσιμος

α) Κίνδυνος που δεν μπορεί να υπολογισθεί αναλογιστικά β) Κίνδυνος στον οποίο η πιθανότητα ζημιάς είναι τόσο μεγάλη που δεν μπορεί να καλυφθεί ασφαλιστικά.

Μαθηματικό Απόθεμα    

Η νομική υποχρέωση των Ασφαλιστικών Εταιριών να διατηρούν αποθεματικά κεφάλαια σύμφωνα με τους καθιερωμένους ασφαλιστικούς νόμους του Κράτους.

Μέρισμα (Divident)

Το ποσό που δικαιούται ο κάτοχος συμβολαίου ισοβίου ή μικτής ασφάλειας με «συμμετοχή στα κέρδη› από την υπεραπόδοση της επενδύσεως των ασφαλίστρων.

Μεσίτης Ασφαλίσεων     

Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει ως αποκλειστικό έργο, κατ΄ εντολή του ασφαλισμένου, χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής εταιρίας να προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή/και αντασφαλιστικών συμβάσεων, να λαμβάνει την αποδοχή από την (αντ-) ασφαλιστική εταιρία και την έγκριση του (αντ-) ασφαλιζόμενου και να βοηθά κατά τη διαχείριση και την εκτέλεσή τους, ιδίως σε περίπτωση επέλευσης κινδύνου. Ο μεσίτης ασφαλίσεων συνάπτει σύμβαση συνεργασίας με τις (αντ-) ασφαλιστικές εταιρίες έναντι προμήθειας, την οποία του καταβάλλουν αυτές και όχι ο πελάτης-ασφαλιζόμενος.

Ουσιώδες γεγονός (Material fact)

Ουσιώδες γεγονός στην ασφαλιστική ορολογία σημαίνει κάποια ζωτική πληροφορία που απαιτείται για να ληφθεί μια απόφαση από το Τμήμα Underwriting.

Παραγραφή (Statute of limitations)    

Κάθε αξίωση που πηγάζει από ασφαλιστική σύμβαση είτε απευθύνεται κατά του ασφαλιστή είτε κατά του ασφαλισμένου, παραγράφεται μετά πάροδο τριών χρόνων από το τέλος του χρόνου μέσα στον οποίο γεννήθηκε. Για την θαλάσσια ασφάλιση και την ασφάλιση ευθύνης εξ αυτοκινήτων το αντίστοιχο διάστημα είναι δύο χρόνια.

Περιθώριο Φερεγγυότητας (Solvency Margin     

Αντιστοιχεί στην ελεύθερη βάρους περιουσία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των επιχειρηματικών κινδύνων. Το ελάχιστο Περιθώριο Φερεγγυότητας είναι ανάλογο προς το συνολικό όγκο εργασιών της επιχείρησης. Είναι το ποσό εκείνο κατά το οποίο το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει το σύνολο των στοιχείων του παθητικού μιας Ασφαλιστικής επιχείρησης.

Περίοδος Αναμονής (Waiting period)

Εν γένει η χρονική περίοδος προτού ένα άτομο θεωρηθεί ικανό για να συμμετάσχει στις καλύψεις ενός ομαδικού ασφαλιστηρίου ή ενός επιδόματος για ασθένεια η ανικανότητα.

Περίοδος Χάριτος (Grace period)    

Τα περισσότερα ασφαλιστήρια συμβόλαια αναφέρουν ότι τα ασφάλιστρα μπορούν να πληρωθούν 30 ή 31 ημέρες μετά την ημερομηνία οφειλής, το δε συμβόλαιο παραμένει σε ισχύ. Αν συμβεί ο καλυπτόμενος κίνδυνος το ποσόν του απαιτητού ασφαλίστρου αφαιρείται από το ασφάλισμα.

Πίνακας Θνησιμότητας (Mortality table)

Είναι μία αποτύπωση σε αριθμούς της θνησιμότητας ενός συγκεκριμένου συνόλου ανθρώπων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι πίνακες αυτοί καταρτίζονται από στοιχεία που αναφέρονται σε ασφαλισμένα άτομα και όχι στον γενικό πληθυσμό.

Πρόσθετη Πράξη (Endorsement)

Το ασφαλιστικό εκείνο έγγραφο βάσει του οποίου είναι δυνατή η μεταγενέστερη ( μετά την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ) μερική τροποποίηση των όρων του συμβολαίου, της ασφαλιζόμενης αξίας, του αντικειμένου.

Πρόσοδος (Annuity)    

Ένα συμφωνημένο ποσό πληρωτέο σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της ζωής ενός ή περισσοτέρων ατόμων ή πληρωτέο για μία καθορισμένη περίοδο.

Προσχώρηση (Adhesion)    

Ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι συμβόλαιο προσχωρήσεως διότι ο συμβαλλόμενος πρέπει να προσχωρήσει ή να αποδεχθεί τους καθιερωμένους, προϋπάρχοντες όρους ενός προκαθορισμένου συμβολαίου.

Σταθερό ασφάλιστρο (Fixed premium)    

Ασφάλιστρο το οποίο παραμένει σταθερό καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του συμβολαίου και το οποίο λόγω της συσσωρεύσεως αποθέματος, καθιστά δυνατές τις αποζημιώσεις λόγω θανάτου όπως συμβαίνουν σε μια δεδομένη ομάδα. Ο ασφαλισμένος πληρώνει όλα τα χρόνια το ίδιο ασφάλιστρο παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα θανάτου του μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο κατά τη διάρκεια της ασφάλισής του. Το ασφάλιστρο αυτό αντιστοιχεί κατά κάποιο τρόπο στη μέση τιμή θνησιμότητας σε όλη τη διάρκεια της ασφάλισης.

Συμβαλλόμενος ή Λήπτης της Ασφάλισης

Είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συνάπτει την ασφάλιση με την ασφαλιστική εταιρία και είναι υποχρεωμένο να πληρώνει το ασφάλιστρο έχοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα που απορρέουν από το συμβόλαιο. Ο συμβαλλόμενος μπορεί να είναι διαφορετικό πρόσωπο από τον ασφαλιζόμενο αρκεί να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική, επαγγελματική ή άλλη σχέση που δικαιολογεί το ασφαλιστικό ενδιαφέρον του συμβαλλόμενου για το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Συνασφάλιση (Co-Insurance)

Το ίδιο συμφέρον ασφαλίζεται κατά του ιδίου κινδύνου και για την ίδια χρονική περίοδο σε περισσότερους από ένα ασφαλιστές. Αν τα επί μέρους ασφαλιστικά ποσά δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία λέμε ότι έχουμε συνασφάλιση.

Συσσωρευμένοι τόκοι

Μερίσματα πληρωτέα στους συμβαλλομένους τα οποία αυτοί έχουν αφήσει στην Ασφαλιστική Εταιρία με κάποιο επιτόκιο.

Τεχνικά αποθέματα (Technical reserves)     

Τα υποχρεωτικά σχηματιζόμενα τεχνικά αποθέματα για τις ασφαλίσεις ζημιών είναι : το απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, απόθεμα εξισορρόπησης , μαθηματικό απόθεμα γήρατος. Για τις ασφαλίσεις ζωής είναι το απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων, απόθεμα κινδύνων εν ισχύ, απόθεμα εκκρεμών ζημιών, μαθηματικό απόθεμα και απόθεμα για συμμετοχή στα τεχνικά κέρδη ή αποδόσεις.

Τεχνικό Επιτόκιο     

Είναι το επιτόκιο με το οποίο η ασφαλιστική επιχείρηση δεσμεύεται να επενδύει τόσο τα ασφάλιστρα όσο και τα Μαθηματικά Αποθέματα.

Υπαιτιότητα     

Είναι η ευθύνη εκείνου που προκάλεσε την ζημιά δηλαδή πταίσμα (πρόθεση, βαριά αμέλεια, ελαφρά αμέλεια).

Υπασφάλιση (Under-insurance)    

Το καλυπτόμενο κεφάλαιο είναι μικρότερο από την ασφαλιστική αξία δηλαδή από την τρέχουσα πραγματική αξία. Αν υπάρξει Υπασφάλιση, τότε σε περίπτωση επέλευσης ζημίας, η αποζημίωση είναι ανάλογη με τη σχέση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλιστικού ποσού-ασφαλιζόμενου κεφαλαίου.

Υπερασφάλιση (Over-Insurance)

Το καλυπτόμενο κεφάλαιο είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία δηλαδή από την τρέχουσα πραγματική αξία. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε σε ακούσια υπερτίμηση της ασφαλιστικής αξίας του πράγματος, είτε σε εκούσια δόλια πρόθεση του λήπτη της ασφάλισης –ασφαλιζόμενου. Ανεξάρτητα αν συμβαίνει το ένα ή το άλλο και του λόγους στους οποίους οφείλεται, αντίκειται τόσο στην ασφαλιστική αρχή διαχείρισης κινδύνου, όσο και στην υφιστάμενη νομοθεσία.

Υποκατάσταση (Subrogation)

Με την καταβολή του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται πλήρως, στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, τα οποία μπορεί να ασκήσει έναντι παντός τρίτου.

Υποχρεωτικοί Όροι ή Δηλώσεις     

Στην ασφαλιστική πρακτική υπάρχουν οι υποχρεωτικοί όροι ή δηλώσεις που ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και που είναι δεσμευτικοί για τον ασφαλιζόμενο, είτε με συμφωνία των αντισυμβαλλομένων μερών είτε γιατί προκύπτουν από την ασφαλιστική νομοθεσία ή την πρακτική της αγοράς.

Φυσικός κίνδυνος (Physical hazard)    

Ο φυσικός κίνδυνος αναφέρεται στη φύση του ασφαλισμένου αντικειμένου και αφορά χαρακτηριστικά του κινδύνου. Ενδεικτικά παραδείγματα φ.κ, είναι για τον κλάδο πυρός η κατασκευή των κτιρίων, η χρήση των κτιρίων, η θέση των κτιρίων, για τον κλάδο ζωής η ηλικία και το φύλο του ασφαλιζομένου, το ιστορικό υγιεινής καταστάσεως, το επάγγελμα του.

Ψευδής δήλωση (Misrepresentation)     

Δήλωση ψευδών στοιχείων του παρελθόντος ή του παρόντος που έγιναν στην αίτηση ασφαλίσεως και οδηγεί την εταιρία να εκδώσει ένα συμβόλαιο, το οποίο αλλιώς δεν θα είχε εκδώσει.

 

end faq

  

Επιστροφή

 

03 Η εταιρεια μας

Η Solvency Insurance Brokers Ι.Κ.Ε. συστάθηκε το 2009 και είναι εγγεγραμμένη στο Ε.Ε. Θεσσαλονίκης με αριθμό μητρώου 108003 και ειδικού μητρώου 600018 ως Εταιρία Μεσιτείας Ασφαλίσεων & Αντασφαλίσεων.

04 Μιληστε μαζι μας

Solvency Insurance Brokers Ι.Κ.Ε.
Καβάλας 2 & Κωλέττη 
ΤΚ 54627 - Θεσσαλονίκη
Τηλ: +30 2310 500 263-4
Fax: +30 2310 500 265
email: info@solvency.gr